στρατολόγιον

στρατολόγιον
τὸ, Μ [στρατολόγος]
η ενέργεια τού στρατολογώ, συγκέντρωση στρατού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”